- ροδόπνοος
- -ον, Αβλ. ροδόπνους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ῥοδόπνοα — ῥοδόπνοος breathing of roses neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίπνοος — η, ο (Α δίπνοος, ον) 1. αυτός που έχει δυό τρύπες, ανοίγματα για αναπνοή 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι δίπνοοι οι δίπνευστοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + πνοος < πνοή* (πρβλ. κακόπνοος, ροδόπνοος)] … Dictionary of Greek
ροδόπνους — ουν και ῥοδόπνοος, ον, Α αυτός που αποπνέει άρωμα ρόδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + πνους / πνοος (< πνοή < πνέω), πρβλ. μικρό πνους, ολιγό πνους] … Dictionary of Greek